ποιήσειν

ποιήσειν
ποιέω
make
fut inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Eid des Hippokrates — Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Die Urheberschaft des Eides ist jedoch noch ungeklärt. Hippokrates.… …   Deutsch Wikipedia

  • Hippokratischer Eid — Hippokrates Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Hippokrates ist jedoch wohl nicht der Urheber des Eides. Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • Serment d'Hypocrate — Serment d Hippocrate Publication byzantine du XIIe siècle du serment Le serment d Hippocrate est un serment traditionnel prêté généralement par les médecins en Occident avant de commencer à exercer. Pr …   Wikipédia en Français

  • Клятва Гиппократа — Бюст Гиппократа, Питер Пауль Рубенс, 1638. Клятва Гиппократа  врачебная клятва, выражающая основополагающие морально этические принципы поведения врача, а также общеупотребительное название …   Википедия

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • εξάντης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 31 χλμ. ΒΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * ἐξάντης, ες (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω… …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • σύμφημι — Α 1. παραδέχομαι, δέχομαι κάτι ως δεδομένο 2. απόλ. συμφωνώ, επιδοκιμάζω 3. μτφ. (με απρμφ. μέλλ.) υπόσχομαι («ξυνέφασαν καὶ ταῡτα ποιήσειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φημί «λέω, δηλώνω, παραδέχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”